Η πνευμονική αγγείωση είναι διαφορετική από την αγγείωση των άλλων οργάνων επειδή φέρει διπλή αρτηριακή και διπλή φλεβική άρδευση. Η πνευμονική αρτηρία, που φέρει αποξυγονωθέν αίμα στους πνεύμονες διακλαδίζεται παρακολουθώντας τις βρογχικές διακλαδώσεις, σε συμβατικές και υπεράριθμες αρτηρίες πριν εκβάλλουν στο πυκνό δίκτυο τριχοειδών στα κυψελιδικά τοιχώματα, όπου λαμβάνει χώρα η ανταλλαγή αερίων δια της κυψελιδοτριχοειδικής μεμβράνης. Οι συμβατικές κσι υπεράριθμες πνευμονικές φλέβες μεταφέρουν οξυγονωθέν αίμα στον αριστερό κόλπο της καρδιάς. Τα μικρότερα –ενδοβοτρυδιακά- αγγεία αναπτύσσονται ταυτόχρονα με τα βοτρύδια του πνεύμονος, όσο μεγαλύτερο μέρος της βοτρυδιακής κατασκευής του πνεύμονος αναπτύσσεται μετά τη γέννηση. Έτσι, ο αριθμός των κυψελίδων αυξάνεται από 20 εκατομμύρια στην ενδομήτριο ζωή, σε 300 εκατομ. στην εξωμήτριο. Κατά συνέπεια, μεγάλο μέρος του τριχοειδικού δικτύου αναπτύσσεται μετά τη γέννηση και κατά τη κρίσιμη αυτή περίοδο αναπτύξεως, ο πνεύμονας είναι επηρρεπής σε τοπικές επιδράσεις, όπως η αυξημένη αιματική ροή από ενδοκαρδιακές αριστερά-προς-δεξιά διαφυγές, που μπορεί να παραβλάψουν τη φυσιολογική τους ανάπτυξη. Τα αρτηριακά τοιχώματα συνίστανται από ενδοθηλιακά κύτταρα που επαλείφουν τον αυλό, λεία μυϊκά κύτταρα που απαρτίζουν το μέσο χιτώνα, και ινοβλάστες που εμπλέκονται στη διαμόρφωση του περιβρογχικού χιτώνος.
Οι μεταβολές του τοιχώματος από τις κεντρικότερες αρτηρίες στα περιφερικά τριχοειδή στον πνεύμονα και οι δομικές αποκλίσεις της φυσιολογικής δομής, που μπορεί να συμβούν κατά την ενδομήτριο ζωή ή μετά τη γέννηση, οφείλονται σε ποικιλία ερεθισμάτων και απολήγουν σε λειτουργικές διαταραχές που αντανακλούν σε μεταβολές στην αρτηριακή πνευμονική πίεση και τις αντιστάσεις.