ΧΑΠ - βραχεία ανασκόπηση

Παρ΄όλο ότι η η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθειεα (ΧΑΠ) έχει τύχει ιδιαίτερης προσοχής από την ιατρική κοινότητα τα τελευταία χρόνια, λόγω της απειλητικής επιδημιολογικής κινήσεώς της, ούτε έχει επαρκώς κατανοηθεί από τις υπηρεσίες δημόσιας υγείας ούτε έχει στον πρέποντα βαθμό ενημερωθεί το κοινό.
Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπαθεια, ΧΑΠ,  είναι μη πλήρως αναστρέψιμη απόφραξη των αεραγωγών, που δεν μεταβάλλεται σημαντικά σε διάστημα μερικών μηνών και είναι μακροχρόνια εξελικτική. Στην κατηγορία 'ΧΑΠ' εντάσσονται, από κοινού, ασθενείς που μπορεί, ειδικότερα να διακριθούν ότι πάσχουν από χρόνια βρογχίτιδα ή πνευμονικό εμφύσημα. Ως λόγος συμπεριλήψεως υπό κοινή ονομασία είναι το γεγονός της σε άλλοτε άλλο βαθμό συνυπάρξεως των δύο παθολογικών καταστάσεων, στον ίδιο ασθενή. Εκτός από τη μείωση του δείκτη FEV1/FVC ≤0.7, οι δύο παθήσεις μπορεί ευχερώς να διακριθούν με μέτρηση του παράγοντος μεταφοράς (ικανότητας διαχύσεως στους πνεύμονες) ± βρογχική πρόκληση σε μη ειδικά ερεθίσματα, όπως μεταχολίνη, μανιτόλη, για τον έλεγχο της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας. Ο επόμενος πίνακας μπορεί να είναι διαφωτιστικός

διάκριση φαινοτυπων ΧΑΠ - άσθματος
  FEV1/FVC<.70

FEV1>0.80 Ι:.80-.50  ΙΙ:.50-.30 ΙΙΙ:<.30  IV:<.30+AA

TLCO βρογχική αντιδραστικότητα
πνευμονικό εμφύσημα + ανάλογα με το στάδιο: Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV + -
χρονία βρογχίτιδα +- ανάλογα με το στάδιο: Ι, ΙΙ, ΙΙΙ, IV +- -
άσθμα +- ελεγχόμενο ή ελεγχόμενο - +

εικόνα 1. Αποτέλεσμα αυτών είναι η αύξηση του έργου αναπνοής. Η ΧΑΠ προκαλείται κυρίως από το κάπνισμα, την επαγγελματική έκθεση, την περιβαλλοντική έκθεση σε ρύπους, την χρόνια υποκλινική υπογαμμασφαιριναιμία, και, το ιστορικό λοιμώξεων παιδικής ηλικίας. Συχνά αναφαίνονται παροξύνσεις, δηλαδή επεισόδια ταχείας και επίμονης επιδεινώσεως των συμπτωμάτων, πέραν των από ημέρα σε ημέρα διακυμάνσεων. 

ορισμοί
Αποφραξη των αεραγωγών ορίζεται ως μείωση του δείκτη Gaensler (Tiffenau): FEV1/FVC ≤0.7 Εάν ο δείκτης FEV1/FVC≥0.8 τότε η διάγνωση βασίζεται αποκλειστικά στα συμπτώματα του χρόνιου βήχα και της δύσπνοιας, στις απαντήσεις στο ερωτηματόλογιο CAT και στην τροποποιημένη κλίμακα mMRC για τη δύσπνοια.

Η απόφραξη των αεραγωγών οφείλεται σε συνδυασμό διαταραχών στους αεραγωγούς και στο παρέγχυμα. οι διαταραχές αυτές είναι απότοκες χρόνιας φλεγμονής που διαφέρει από εκείνη στο άσθμα, και είναι συνήθως απότοκη παρατεταμένης χρήσεως καπνού. Μπορεί να υπάρχει σημαντικού βαθμού απόφραξη των αεραγωγών πριν ο ασθενής συμειδητοποιήσει την πάθησή του. Η ΧΑΠ εκδηλώνεται με συμπτώματα, ανικανότητα και μείωση της ποιότητας της ζωής, που μπορεί να απαντούν στη φαρμακοθεραπεία και άλλες θεραπείες, που, εν τούτοις, έχουν μικρή ή καθόλου επίδραση στον περιορισμό της ροής. 

διάγνωση
δεν υπάρχει ειδική δοκιμασία για τη διάγνωση της ΧΑΠ. Η διάγνωση βασίζεται στην κλινική εκτίμηση, που στηρίζεται σε συνδυασμό ευρημάτων από το ιστορικό, τη φυσική εξέταση, και την τεκμηρίωση της χρόνιας μειώσεως της ροής, με βάσει μεταβρογχοδιαστολή-σπιρομετρήσεις και άλλες δοκιμασίες, για τον έλεγχο της νόσου των μικρών αεραγωγών, όπως ο χρόνος συγκλείσεως, η HRCT, η ανάδειξη αυξημένων συγκεντρώσεων δεικτών φλεγμονής, δηλαδή η διαμόρφωση συγκεκριμένων φαινοτύπων. 

 Η διάγνωση θεωρείται σε άτομα, ηλικίας>40 ετών, εκτεθειμένοι, γενικώς, σε έναν ή περισσότερους παράγοντα (-ες) κινδύνου, και που προσέρχονται με δύσπνοια, μακροπερίοδο χρόνιο, παραγωγικό βήχα (>3 μήνες κάθε χρόνο, τα τελευταία 2 χρόνια), και συχνά, χειμερινά επεισόδια "βρογχίτιδας" ή συριγμού. Η παρουσία χρόνιου περιορισμού της ροής πρέπει να τεκμηριωθεί με σπιρομέτρηση μετά βρογχοδιαστολή. Εκτός από τις σπιρομετρικές διαταραχές, οι ασθενείς με ΧΑΠ πρέπει, επιπλέον, να ελέγχοντσι για:

  1. απώλεια βάρους
  2. δυσανοχή στην άσκηση
  3. νυκτερινές αφυπνίσεις
  4. οιδήματα σφυρών
  5. κόπωση
  6. οστεοπόρωση
  7. κατάθλιψη
  8. καρδιακή ανεπάρκεια
  9. θωρακαλγία
  10. αιμόπτυση. τα τελυτσία δύο συμπ΄τωματα είναι ασυνήθη επί ΧΑΠ. και θέτουν την πιθανόττηα εναλλακτικής διαγνώσεως ή επιπροστιθέμενης παθήσεως, ισχαιμίας, νεοπλασίας.
διαβάθμιση δύσπνοιας 
διάγνωση
εκτίμηση της βαρύτητας και πρόγνωση
διαχείριση της ΧΑΠ
διαχείριση παροξύνσεων ΧΑΠ
σύνοψη έρευνας
θεραπεία

Θεραπευτικά, οι ασθενείς πρέπει να ενθαρρυνθούν να διακόψουν το κάπνισμα, και να ενταχθούν σε προγράμματα επσνόμενων φαρμάκων. 

1. φαρμακοθεραπεία

  • όλοι οι ασθενείς που παραμένουν δυσπνοϊκοί ή εμφανίζουν παροξύνσεις παρά τη χρήση εισπνεόμενων βρογχοδιασταλτικών "κατ' επίκλιση" εντάσσονται σε ένα από τα επόμενα θεραπευτικά σχήματα. 
    • Εάν ο FEV1≥50% προβ. χορηγούνται είτε LABA )Qμακράς δράσεως β2-διεγέρτες, όπως σαλμετερόλη ή φορμοτερόλη), ή LAMA (: μακράς δράσεως αντιχολινεργικοί παράγοντες)
    • Εάν ο FEV1 ≤0.5 προβ., χορηγούνται LABA+εισπνεόμενα στεροειδή (: LABA+ICS ή LABAC) σε σκευάσματα συνδυασμών, ή LAMA
    •  χορήγηση LAMA επιπλέον των LABAC σε ασθενείς που επιμένουν δυσπνοϊκοί , ανεξάρτητα των τιμών τουFEV1 ή FEV1/FVC. 

2. πνευμονική αποκατάσταση

 Όλοι οι ασθενείς με ΧΑΠ πρέπει να εντάσσονται σε προγράμματα αποκαταστάσεως. ιδίως εκείνοι, οι οποίοι έχουν μόλις εξλελθει μιας παροξύνσεως. Επιπλέον, όλοι οι ασθενείς με ΧΑΠ πρέπει να εντάσσονται σε προγράμματα ασκήσεως, όχι μόνο με την επιδίωξη της άρσεως των συμπτωμάτων, αλλά και της ενδυναμώσεως των μυών των κάτω άκρων, εφόσον είναι γνωστό ότι εξασθενούν στα πλαίσια της  παθήσεως.  Προτείντσι διάφορα προγράμματα ασκήσεως, με πλεονεκτήματα και περιορισμούς. Δεν πρέπει να απραληφθεί, εντούτοις, ότι σε μερικές περιπτώσεις, η άσκηση επί ΧΑΠ μπορεί να έχει δυσμενείς επιδράσεις. 

3. μη παρεμβατικός αερισμός

Μη παρεμβατικός αερισμός ρπέπει να παρέχεται στους ασθενείς ως θεραπεία εκλογής σε ασθενείς με επίμονη υπερκαπνική αναπνευστική ανεπάρκεια, (: τύπου ΙΙ) κατά τη διάρκεια των παροξύνσεων και που δεν απαντούν στη συνήθη θεραπεία μ εεισπνεόμενα βρογχοδιασταλτικά.αντιφλεγμονώδη. 

Με την έναρξη θεραεπίας με μη παρεμβατικό μηχανικό αρισμό, πρέπει να τους υποδιεχθεί ένα σχέδιο αντινμετωπίσεως εμδεχόμενης επιδεινώσεως και πρέπει να συμφωνηθεί με τον θεράποντα ιατρό, το όριο της θεραπείας, πέραν από το οποίο πρέπει να αναζητηθεί προσφυγή σε ιατρική οήθεια. 

4. διαχείριση παροξύνσεων

Η συχνότητα των παροξύνσεων πρεπει να μειωθεί με χρήση κατάλληλης αγωγής, π.χ., LABAC±LAMA και χορήγηση κατάλληλων εμβολιασμών. 

η επίδραση των παροξύνσεων ελαχιστοποιείται:

με συμβουλές αυτοδιαχειρίσεως των επερψχόμενων παροξύνσεων,

έναρξη κατάλληλης αγωγής με από του στόματος κορτικοειδή ή αντιβιοτικά, 

χρήση μη παρεμβατικού μηχανικού αερισμού

χρήση κοινωνικής φορντίδας, νοσηλεία στο σπίτι ή άλλων κοινωνικών παροχών.