Λεμφοκύτταρο

Λευκό αιμοσφαίριο που συμμετέχει στο σχηματισμό αντισωμάτων ή στην κυτταρική ανοσοαπόκριση. Κύτταρα του προσαρμοσμένου αμυντικοιύ συστήματος διακρίνονται σε λεμφοκύτταρα, Β-κύτταρα και Τ-κύτταρα. Προέρχονται από τα βασικά κύτταρα του αιμοποιητικού ιστού, στο μυελό των οστών. Τα Β-λεμφοκύτταρα εμπλέκονται στη χυμική άμυνα, ενώ τα Τ-λεμφοκύτταρα εμπλέκονται στις κυτταρικά διαμεσολαβούμενες αντιδράσεις υπερευαισθησίας, επιβραδυνομένου τύπου.

Τόσο τα Β-, όσο και τα Τ-λεμφοκύτταρα φέρουν μόρια υποδοχέων, μέσω των οποίων αναγνωρίζουν ειδικούς στόχους. Τα Τ-λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν έναν ξενοβιοτικό στόχο, όπως τα παθογόνα, μόνο αφότου αντιγόνα (μικρά συγκρίμματα του παθογόνου) έχουν υποστεί υπεξεργασία και τη διαδικασία της ”παρουσιάσεως” σε συνδυασμό μέ έναν ”οικείο” υποδοχέα, που ονομάζεται μόριο του ”συμπλέγματος μείζονος ιστοσυμβατότητας, MHC”. Υπάρχουν δύο μείζονες υπότυποι των Τ-λεμφοκυττάρων: το κυτοτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα και τα επικουρικά Τ-λεμφοκύτταρα. Μόνο τα κυτοτοξικά Τ-λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν αντιγόνα συνδεδεμένα με το MHC τάξεως Ι. Μόνο τα Τ-επικουρικά λεμφοκύτταρα αναγνωρίζουν αντιγόνα, συνεδεμένα με το σύστημα MHC τάξεως ΙΙ. Οι δύο μηχανισμοί αντιγονο-παρουσάσεως αντανακλούν τους διαφορετικούς ρόλους των δύο τύπων των Τ-λεμφοκυττάρων. Ένας τρίτος, μικρότερης σημασίας, υπότυπος, τα γδ Τ-λεμφοκύτταρα, αναγνωρίζουν άθικτα αντιγόνα,τα οποία δεν είναι συνδεεδμένα με καμμιάς μορφής υποδοχείς ΜHC.      

 


Λεμφοκύτταρα Β Λεμφοκύτταρα, CD4+ / Λεμφοκύτταρα, τρίτος πληθυσμός / CD1/ CD11/CD18 / CD11/CD18-πνευμονοπάθειες / CD14CD2 / CD23/ CD24 / CD27 / CD3 / CD4 / CD8 / CD9 /



CD1. Οι CD1 πρωτεΐνες είναι διακριτές καταγωγές αντιγονοπαρουσιαστικών μορίων, που προορίζονται να παρουσιάζουν λιπιδικά και γλυκολιπιδικά αντιγόνα στα Τ-λεμφοκύτταρα. Με τον τρόπο αυτό, οι δυνατότητες αναγνωρίσεως αντιγόνων από τα Τ-λεμφοκύτταρα επεκτείνονται σημαντικά. Μια υποομάδα εξ αυτών, η ομάδα 2 των CD1-ορισμένων Τ λεμφοκυττάρων, μπορούν να αναγνωρίζουν λιπίδια της κυτταρικής επιφανείας του μυκοβακτηριδίου της φυματιώσεως. Τα CD1d-ορισμένα Τ-λεμφοκύτταρα, είναι, επίσης, γνωστά ως Τ-λεμφοκύτταρα -φυσικοί φονείς (: T-cells- natural killers, NKT), τα οποία αναγνωρίζουν ενδογενή αυτοαντιγόνα, ενώ άλλα αναγνωρίζουν ξενοβιοτικά και μικροβιακά αντιγόνα. Τα κύτταρα αυτά εκκρίνουν κυτοκίνες, μετά την ενεργοποίησή τους, και θεωρούνται ότι διασυνδέουν τη σύμφυτη με την προσαρμοσμένη άμυνα. Τα ΝΚΤ φαίνεται ότι έχουν την ικανότητα να ενισχύουν την πνευμονική άμυνα έναντι διαφόρων παθογόνων των πνευμόνων, ενώ είναι απαραίτητα για την ανάπτυξη της βρογχικής υπεραντιδραστικότητας και τη φλεγμονή. Επομένως, τα CD1-ορισμένα Τ λεμφοκύτταρα αποτελούν σημαντικά συστατικά της απαντήσεως στη λοίμωξη και την καρκινογένεση και ασκούν σπουδαίο ρόλο σε πολλά είδη ανοσοαπαντήσεων[i].  
CD11/CD18. Η β2 οικογένεια των ιντεγρινών των λευκοκυττάρων συνθέτουν 4 α-υπομονάδες (CD11a-d) που φέρουν κοινή β2-υπομονάδα (CD18).  Πρόκειται για μόρια συγκολλήσεως που διαδραματίζουν κριτικό ρόλο στην άμυνα του οργανισμού. Ο κριτικός ρόλος των υποδοχέων CD11/CD18 στην προσκόλληση του λευκοκυττάρου αναδεικνύεται με αναφορά στην ανεπάρκεια της συγκολλητικής ικανότητας των λευκοκυττάρων (leukocyte adhesion deficiency, LAD-1)· πάθηση που οφείλεται στην έλλειψη επιφανειακής έκφρασης CD11/CD18, που είναι απότοκη ετερογενούς ελλείμματος της CD18 υπομονάδος. Η τυπική μορφή της παθήσεως εκδηλώνεται με νεκρωτικές λοιμώξεις των μαλακών ιστών, διαταραχές στην επούλωση, χωρίς την εμφάνιση πύου, και σοβαρή ουλίτιδα. Τα μακροφάγα των ασθενών εμφανίζουν λειτουργική ανεπάρκεια, καθώς αδυνατούν να συναθροισθούν, να ανταποκριθούν στη χημοταξία, να επιτελέσουν φαγοκυττάρωση, να συνδεθούν με τα ενδοθήλια και το συμπλήρωμα iC3b.  Ανάλογα με το επίπεδο του CD18 περιγράφονται δύο φαινότυποι LAD-1. Στη σοβαρότερη μορφή, δεν ανιχνεύεται CD11/CD18 και ο θάνατος από βακτηριακές λοιμώξεις συνήθως επέρχεται στα πρώτα στάδια της ζωής. Στον ενδιάμεσο φαινότυπο, τα κύτταρα σε ποσοστό 2-15% εκφράζουν φυσιολογικές συγκεντρώσεις CD18 και η κλινική διαδρομή είναι κατά πολύ ηπιότερη. Μελέτες in vivo έχουν δείξει ότι τα πειραματόζωα με έλλειψη CD18 εμφανίζουν ανεπάρκεια παραγότων συγκολλήσεως, ενώ in vitro μελέτες έχουν δείξει ότι τα ουδετερόφιλα των πασχόντων πειραματοζώων έχουν έλλειμμα συγκολλήσεως, μεσολαβούμενης από την iC3b φαγοκυττώσεως, Έχει δειχθεί ότι κατά τη διάρκεια αλλεργικής πνευμονικής φλεγμονής, παρατηρείται καθυστέρηση στη συγκέντρωση ηωσινοφίλων, στον αυλό των αεραγωγών και παρατεταμένη παρουσία ηωσινοφιλικού διηθήματος στον πνευμονικό ιστό πειραματοζώων με έλλειψη ICAM-2. Αντίθετα, η σημασία του ICAM-2 (à75) στη σύνδεση Τ-λεμφοκυττάρων έχει αποδειχθεί σε πειραματικές διατάξεις, πνευμονικών ιστών –με χρόνια φλεγμονή[ii]. Έχει δειχθεί ότι το ICAM-2 εκφράζεται στο αγγειακό ενδοθήλιο, τα κυψελιδικά τοιχώματα ή το επιθήλιο των μεγάλων αεραγωγών, και συμμετέχει στην κυκλοφορία των ηωσινοφίλων από την αιματική κοίτη στον αυλό των αεραγωγών.
CD11/CD18, πνευμονοπάθειες. Η απώλεια επιφανειακής εκφράσεως των CD11/CD18, που είναι αποτέλεσμα ετερογενών ελλειμμάτων στις υπομονάδες CD18, προκαλεί ανεπάρκεια της προσκολλήσεως των λευκοκυττάρων (Leukocyte adhesion deficiency, LAD-1). Η κλασική μορφή χαρακτηρίζεται από υποτροπιάζουσες νεκρωτικές λοιμώξεις των μαλακών ιστών, διαταραχή της επουλώσεως τραυμάτων, χωρίς παρουσία πύου, και σοβαρή ουλίτιδα[iii]. Τα φαγοκύτταρα των ασθενών εμφανίζουν ελλειμματική ικανότητα συγκεντρώσεως, χημοταξίας, φαγοκυττώσεως και στη σύνδεση του συμπληρώματος και των ADCC. 
CD14.Είναι γλυκοπρωτεΐνη που δεσμεύεται στα γλυκολιπίδια και εκφράζεται σε κύτταρα της σειράς των μυελομονοκυττάρων, όπως τα μονοκύτταρα, τα μακροφάγα και μερικά κοκκιοκύτταρα. Η CD14 είναι σημαντική πρωτεΐνη για την ενεργοποίηση των ανοσοκυττάρων της σύμφυτης άμυνας, και ανιχνεύεται είτε ως προσηλωμένη μορφή στην επιφάνεια του κυττάρου είτε ως διαλυτή μορφή. Κωδικοποιείται σ΄ένα γονίδιο του ανθρώπινου χρωμοσώματος 5q31.1, περιοχή στην οποία, επίσης, εντοπίζονται διάφορα γονίδια, εμπλεκόμενα στην παθογένεια του άσθματος. Η CD14 εκφράζεται σε ποικιλία κυττάρων του αιμοποιητικού ιστού ή παρεγχυματικά κύτταρα και εμπλέκεται σε πληθώρα βιολογικών δράσεων, όπως στην κυτταρική διαφοροποίηση, στις ανοσοαπαντήσεις και στις αντεπιδράσεις ξενιστή-παθογόνου. Οι CD14 συμμετέχουν στη δομή των συμπλεγμάτων λιποπολυσακχαριτικών υποδοχέων και αποτελούν ολοκληρωμένο σύστημα που συμμετέχει στους μηχανισμούς εκκολπώσεως των αποπτικών κυττάρων από τα μακροφάγα. Έχει εντοπισθεί πολυμορφισμός σε ειδικές περιοχές της CD14, που συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο αναπτύξεως ατοπίας. Οι αντεπιδράσεις της CD14 με άλλους υποδοχείς για τη φυσιολογική σήμανση των LPS και των αντεπιδράσεων μεταξύ ξενιστή-παθογόνου επηρεάζουν την επηρρέπεια ή την αντίσταση σε ποικιλία παθήσεων, όπως η ατοπία και η σηπτική καταπληξία[iv].
CD2. Πρόκειται για αντιγόνο κυτταρικής επιφάνειας, που είναι γνωστό με διάφορα ονόματα, όπως LFA-2 (lymphocyte function-associated antigen-2). Ευρίσκεται στο 90% περίπου των ώριμων Τ-λεμφοκυττάρων και στο 70% των θυμοκυττάρων, με εξαίρεση τις υπερώριμες μορφές τους. Εκφράζεται, επίσης, στα κύτταρα NK, αλλά όχι και στα Β-λεμφοκύτταρα. Είναι πρωτεΐνη 50 KDa, που ανήκει στην υπεροικογένεια των ανοσοσφαιρινών. Αποτελείται από 327 αμινοξέα, εκ των οποίων τα 185 παρίστανται στον εξωκυττάριο χώρο, ενώ τα 117, πλούσια σε προλίνη, αμινοξέα, στον ενδοκυττάριο. Κωδικοποιείται από ένα γονίδιο στο χρωματόσωμα 1p13 και ευρίσκεται κοντά σε ένα γονίδιο που κωδικοποιεί τη CD58. Έχει μήκος 12 kb και συντίθεται από 5 εξόνια[v]. Η CD2 και οι λιγανδίνες της εμπλέκονται στις ανοσοαντιδράσεις, όπως στην αναγνώριση των Τ-επικουρικών λεμφοκυττάρων και των αντιγονοπαρουσιαστικών κυττάρων, στην κυτοτοξική λειτουργία των κυττάρων ΝΚ και των κυτοτοκινών Τ-λεμφοκυττάρων.
CD23. Χαμηλής συγγένειας επιφανειακοί υποδοχείς, FcεRII, για την IgE μέσω των οποίων ενορχηστρώνεται η αντιγονοπαρουσιαστική διαδικασία στα Β-λεμφοκύτταρα και η διαφοροποίησή τους σε αντισωματοπαραγωγά πλασματοκύτταρα (à80).
CD24. Ονομάζεται, επίσης, θερμοανθεκτικό αντιγόνο, και πρόκειται για γλυκοζιωμένη σιαλοπρωτεΐνη που εκφράζεται στα Β- και Τ- λεμφοκύτταρα, τα κερατινοκύτταρα, και αναβαθμίζεται σε μεγάλη ποικιλία νεοπλασμάτων. Επάγει την απόπτωση των καρκινικών κυττάρων, και έχει κριτικό ρόλο στη διαγραφή των αυτοαντιδρώντων Τ-λεμφοκυττάρων.
CD27. Είναι ειδικός για τα λεμφοκύτταρα υποδοχέας της υπεροικογένειας ΤΝF υποδοχέων. Εκφράζεται σ΄ένα υποσύνολο θυμοκυττάρων και στην πλειονότητα των ωρίμων Τ-λεμφοκύττάρων. Επάγεται από την ενεργοποίηση αντιγόνου-υποδοχέως των Β-κυττάρων.
CD3. Είναι σύμπλεγμα πρωτεϊνών που συντίθενται από διάφορες διακριτές αλυσίδες διαμεμβρανικών πρωτεϊνών. Οι πρωτεΐνες λειτουργούν ως συν-υποδοχείς για τα Τ-λεμφοκύτταρα.
CD4. Επιφανειακά αντιγόνα·  είναι, επίσης γνωστά ως T4, Leu3, OKT4 ή L3T4 κλπ. Πρόκειται για διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη, 55 KDa, που ανήκει στην υπεροικογένεια των ανοσοσφαιρινών. Στα ανθρώπινα όντα, η CD4 εκφράζεται στα Τ-λεμφοκύτταρα, θυμοκύτταρα, στα μακροφάγα και τα κοκκιοκύτταρα. Το ανθρώπινο γονίδιο της CD4 ευρίσκεται στο χρωμόσωμα 12pter-p12. Τα πρόδρομα Τ-λεμφοκύτταρα στο θύμο, αρχικά, δεν φέρουν έκφρασh CD4 όπως και CD8 και ανατύσσονται σε ώριμα κύτταρα μετά αλλεπάλληλα στάδια. Τα κύτταρα CD4+ είναι Τ-επικουρικά λεμφοκύτταρα, τα οποία μετά την ενεργοποίσή τους, παράγουν αριθμό διαφορετικών κυτοκινών και εμπλέκονται στην ενεργοποίηση ή/και πολλαπλασιασμό των Β-λεμφοκυττάρων, των κυτοτοξικών Τ-λεμφοκυττάρων και των μακροφάγων (à803).
CD8. Πρόκειται για μια διαμεμβρανική γλυκοπρωτεΐνη που συμπεριφέρεται ως συν-υποδοχέας που εκφράζεται στην επιφάνεια των Τ-λεμφοκυττάρων (TCR), αλλά εντοπίζεται, επίσης, στα  κύτταρα – φυσικούς φονείς, στα θυμοκύτταρα και τα δενδριτικά κύτταρα. Όπως ο TCR, το CD8 συνδέεται με μόρια κλάσεως Ι του  MHC (à1221). Η σύνδεση αυτή διευκολύνει την αντιγονοπαρουσιαστική διεργασία των κυτοτοξικών Τ-λεμφοκυττάρων, ο συνδυασμός των οποίων ονομάζεται CD8+ T-λεμφοκύτταρα[vi].
CD9. Γνωστή, επίσης, ως πρωτεΐνη σχετιζομένη με την κινητικότητα (motility-related protein-1, MRP-1) εκφράζεται σε ποικιλία κυττάρων του αιμοποιητικού ιστού και των επιθηλίων. Εμπλέκεται στην προσκόλληση, μετανάστευση και πολλαπλασιασμό των κυττάρων.

Τα Τ-λεμφοκύτταρα ευρίσκονται σε αφθονία στους φλεγμαίνοντες αεραγωγούς ασθενών με άσθμα και, γενικά, θεωρείται ότι τα TH2 λεμφοκύτταρα φέρουν την οδηγούσα δύναμη στις φλεγμονώδεις διεργασίες. Η υποομάδα των Τ-επικουρικών χαρακτηρίστηκαν από τον Mosman στη βάση των χαρακτησριστικών κυτοκινών τους. ΤΑ Th2 κύτταρα περιέχουν κυτοκίνες, όπως οι IL-4, IL-5 και IL-13. Η IL-5 εμπλέκεται στην ωρίμανση κι ενεργοποίηση των ηωσινοφίλων, ενώ η iL-4 και η IL-3 ελέγχουν τη σύνθεση της IgE. Εν τούτοις, το παράδειγμα των Th2 για το αλλεργικό άσθμα θερείται, ήδη, ως ιδιαίερα εξαπλουστευτικό, και προτείνεται επίπρόσθετος ρόλος των Th1 κυτάρων. 

 

[i] Sköld M, Behar SM (2005). "The role of group 1 and group 2 CD1-restricted T cells in microbial immunity". Microbes Infect. 7 (3): 544–51

[ii] Lehmann JCU, Jablonski-Westrich D, Haubold U, et al. (2003) Overlapping and selective roles of endothelial intercellular adhesion molecule-1 (ICAM-1) and ICAM-2 in lymphocyte trafficking. Journal of Immunology 171: 2588–2593.

[iii] Thatte J, Dabak V, Williams MD, et al. (2003) LFA-1 is required for retention of effector CD8 T cells in mouse lungs. Blood 101: 4916–4922.

[iv] Cook DN, Pisetsky DS, and Schwartz DA (2004) Toll-like receptors in the pathogenesis of human disease. NatLehmann JCU, Jablonski-Westrich D, Haubold U, et al. (2003) Overlapping and selective roles of endothelial intercellular adhesion molecule-1 (ICAM-1) and ICAM-2 in lymphocyte trafficking. Journal of Immunology 171: 2588–2593.ure Immunology 5(10): 975–979.

[v] van Spriel AB, van Ojik HH, Bakker A, et al. (2003) Mac-1 (CD11b/CD18) is crucial for effective Fc-receptor mediated immunity to melanoma. Blood 101: 253–258.

[vi] Gao G, Jakobsen B (2000). "Molecular interactions of coreceptor CD8 and MHC class I: the molecular basis for functional coordination with the T-cell receptor". Immunol Today 21 (12): 630–6




 

η συμβολή των λεμφοκυττάρων στην ιστική ίνωση
Τα λεμφοκύτταρα κινητοποιούνται και ενεργοποιούνται από την επαφή τους με το αντιγόνο προς πραγωγή λεμφοκινών, που, με τη σειρά τους ενεργοποιούν τα μακροφάγα. Οι κυτοκίνες από τα ενεργοποιημένα μακροφάγα, με τη σειρά τους, ενεργοποιούν τα λεμφοκύτταρα προς εγκατάσταση ενός φαύλου κύκλου, διαιωνίσεως της φλεγμονής. Έτσι, προκαλείται σημαντική ενεργοποίηση του προσαρμοσμένου αμυντικού συστήματος, στις χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις. Εν τούτοις αν και η φλεγμονή, τυπικά, προηγείται της ινώσεως, το ποσόν της ινώσεως δεν εξαρτάται από την ένταση της φλεγμονής, γεγονός που δηλώνει ότι η διαδικασία της ινώσεως διακρίνεται από εκείνη της φλεγμονής.
ο ρόλος των CD+ λεμφοκυττάρων
 Τα CD4+ T λεμφοκύτταρα διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στη διαμόρφωση της ινώσεως και είναι, ειδικότερα, γνωστό ότι η ινογένεση συνδέεται πολύ στενά, με την ανάπτυξη των Τ επικουρικών Τ-κυττάρων (Τh2) CD4+, τα οποία εισάγουν την ιντερλευκίνη 4 ,5, και 13 (&). Στην ενδιαφέρουσα αυτή μελέτη, οι συγγραφείς διαπιστώνουν ότι η επιζήμια ίνωση που συχνά παρατηρείται στις διεργασίες των λοιμωδών νόσων, εμπλέκεται η εκτεταμένη εναπόθεση συστατικών του συνδετικού ιστού, ιδίως, κολλαγόνου, που είναι διαίτερα ανθεκτικό στην φαρμακολογική και ανοσολογική επίδραση.  Ο σχηματισμός κοκκιώματος και η απραγωγή ινώσεως αναστέλλεται σε πειραματικές διατάξεις στις οππιες είχε προηγηθεί ευαισθητοποίηση παρουσία της κυτοκίνης IL-12
Τα λεμφοκύτταρα στο άσθμα
Τα δείγματα βρογχικού βλεννογόνου ασθενών με άσθμα  εμπεριέχουν λεμφοκύτταρα, πολλά από τα οποία εκφράζουν επιφανειακούς επιφανειακούς δείκτες φλεγμονής. Υπάρχουν δύο τύποι T-επικουρικών CD4+ λεμφοκυττάρων: Tα ΤΗ1 κύτταρα που παράγουν IL-2 και ιντερφερόνη-γ, αμφότερες σημαντικές για την κυτταρική άμυνα. Τα TH2 κύτταρα παράγουν κυτοκίνες IL-4, IL-5 και IL-13, που μεσολαβούν τις αλλεργικές αντιδράσεις. Είναι ήδη γνωστό, ότι οι κυτοκίνες TH1 αναστέλλουν την παραγωγή των κυτοκινών ΤΗ2 και αντίστροφα. Έχει υποτεθεί ότι η αλλεργική φλεγμονή βασίζεται σε μηχανισμούς μεσολαβούμενους από τα ΤΗ2 κύτταρα (ανατροπή της ισορροπίας των ΤΗ1 και ΤΗ2.   
η ανατροπή της ισορροπίας των ΤΗ1/ΤΗ2 
Έχει δειχθεί ότι η ανατροπή της ισορροπίας ΤΗ1/ΤΗ2 εισφέρει στην αιτιολογία και την εμφάνιση των ατοπικών παθήσεων, συμπεριλαμβανομένου του άσθματος. Ο πληθυσμός των Τ-λεμφοκυττάρων, στον ομφάλιο λώρο των νεογεννήτων στρέφεται προς τον ΤΗ2 φαινότυπο. Η έκταση της ανατροπής των ΤΗ1/ΤΗ2 όπως αναγνωρίζεται από τη μείωση της παραγωγής της ιντερφερόνης-γ κατά τη διάρκεια της νεογνικής περιόδου, μπορεί να αποτελέσει δείκτη μελλοντικής αναπτύξεως αλλεργικών παθήσεων, άσθματος ή και των δύο. Έχει υποτεθεί ότι τα νεογέννητα σε υψηλό κίνδυμο να αναπτύξουν άσθμα και αλλεργίες πρέπει να εκτίθενται σε ερεθίσματα που αναβαθμίζουν τις μεσολαβούμενες με τα ΤΗ1 απαντήσεις, προκειμένου να αποκαταστήσουν την ισρορροπία κατά την κρίσιμη περίοδο της αναπτύξεως του αμυντικού τους συστήματος και των πνευμόνων. Η βασική υπόθεση της θεωρίας της υγιεινής (βλ.: υπόθεση υγιεινής, θεωρία υγιενής) είναι ότι το αμυντικό σύστημα των νεογεννήτων αποκλείνει προς τα ΤΗ2 λεμφοκύτταρα και χρειάζεται διαχρονικά απαραίτητα ερεθίσματα προκειμένου να αναπτυχθεί ισορροπία στο αμυντικό σύστημα. Στους παράγοντες που ενισχύουν τις απαντήσεις που μεσολαβούνται από τα TH1-λεμφοκύτταρα συμπεριλαμβάνονται η οίμωξη από μυκοβακτηρίδιο της φυματιώσεως, η ιλαρά, και η ηπατίτις Α, η αυξημένη έκθεση σε λοιμώξειες από τα μεγαλύτερα αδέλφια και η μείωση της παραγωγής της ιντερεφδρόνη-γ, ενώ μπορεί να απειληθεί η ισρορροπία τΤΗ1/ΤΗ2 με τη συχνή χορήγηση αντιβιοτικών από του στόματος, με επακόλουθη μεταβολή της χλωρίδας του ΓΕΣ. Στους υπόλοιπους παράγοντες που ευνοούν την εποκράτηση του φαινότυπου ΤΗ2 συμπεριλαμβάνονται ο δυτικός τρόπος ζωής, η διαβίωση σε αστικό περιβάλλον, η δίαιτ, και η ευαισθητοποίηση στην σκόνη του σπιτιού. Η ανοσιακή αποτύπωση μπορεί να αρχίσει στην ενδομήτρια ζωή, μέσω της διαπλακούντιας μεταφοράς αλλεργιογόνων και κυτοκινών.        

    βλ. η δράση του PAF στα λεμφοκύτταρα.